- ανισότιμος
- ος , ον1) неодинаково почитаемый, уважаемый (о лицах, имеющих равный чин, должность или одинаковые права и т. п.); 2) неравный, неравноценный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανισότιμος — η, ο (Α ἀνισότιμος, ον) (για πρόσωπα) αυτός στον οποίο δεν αποδίδονται οι ίδιες τιμές με κάποιον άλλο νεοελλ. (για πράγματα) αυτός που έχει διαφορετική τιμή ή αξία σε σύγκριση με άλλον («ανισότιμα νομίσματα») … Dictionary of Greek